ἐκρήγνυμι
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
fut. -
A ρήξω S.Aj.775 :—break off, snap asunder, νευρὴν δ' ἐξέρρηξε νεόστροφον Il.15.469: c. gen., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο the water broke off a piece of the road, 23.421:—Pass., break, snap asunder, of bows, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν [τὰ τόξα] Hdt.2.173 ; of clothes, to be rent asunder, cj. in Chaerem.14.9. II c. acc. cogn., let break forth, break out with, νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει Plu.Fab.12 ; ἐ. ὀργήν Luc.Cal.23 :—Pass., break out, of an ulcer, Hdt.3.133 ; burst, of an abscess, Hp.Aph.4.82 ; ἔνθεν ἐκραγήσονται.. ποταμοὶ πυρός A.Pr.369 ; of a quarrel, ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον broke out in public, Hdt.8.74 ; of persons, break out into passionate words, ἐκραγῆναι ἔς τινα Id.6.129, cf. Th.8.84 : pf.ἐξερρωγέναι throw aside restraint, become dissolute, Procop.Arc.1. III sts. intr. in Act., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη S.l.c.; ἐκρήξας ἄνεμος Arist.Mete.366b32 : pf. part. ἐξερρωγώς precipitous, ὄρη J.AJ14.15.5.
German (Pape)
[Seite 778] (s. ῥήγνυμι), 1) herausbrechen, -reißen; νευρὴν δ' ἐξέῤῥηξε (eigtl. aus dem Bogen), Il. 15, 469; ὕδωρ – ὁδοῖο, hatte aus dem Wege Etwas ausgerissen, ῥωχμὸς ἔην γαίης, 23, 421; νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει, Regen losbrechen lassen, Plut. Fab. Max. 12; übertr., ὀργήν, Zorn ausbrechen lassen, Luc. Calumn. 23. – 21 intr., hervor-, losbrechen; οὔποτ' ἐκρήξει μάχη καθ' ἡμᾶς Soph. Ai. 762, die Kämpfer uns gegenüber werden nicht durchbrechen; ἐκρήξας εἰς τὸν ὑπὲρ γῆς τόπον ἄνεμος Arist. Meteorl. 2, 8. Häufiger so im pass., ἔνθεν ἐκραγήσονται ποταμοί Aesch. Prom. 367; ἐκραγῆναι εἴς τινα, gegen Einen losfahren, Her. 6, 129; τέλος δὲ ἐξεῤῥάγη εἰς τὸ μέσον, endlich wurde es bekannt, 8, 74; vgl. D. Sic. 18, 67; von den Wunden, aufbrechen, Nic. Al. 211; ἐξεῤῥάγη ὄμβρος, ἀστραπή, Poll. 1, 116.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρήγνυμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω, διατέμνω, κάμνω νὰ σπάσῃ, νευρὴν δ’ ἐξέρρηξε νεόστροφον Ἰλ. Ο. 469· μετὰ γεν., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, τὸ ὕδωρ ἐξέκοψε μέρος τι ἐκ τῆς ὁδοῦ, Ἰλ. Ψ. 421. - Παθ., θραύομαι, διαρρήγνυμαι, ἐπὶ τόξων, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν Ἡρόδ. 2. 173· ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζομαι, ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β. ΙΙ. μετὰ συστοίχου αἰτιατ., «ξεσπάνω», κάμνω νὰ «ξεσπάσῃ», νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει Πλουτ. Φάβ. 12· εὐθὺς ἐξέρρηξε τὴν ὀργὴν Λουκ. περὶ Διαβολ. 23. - Παθ., ἐπὶ φύματος, σπῶ, ἀνοίγω, Ἡρόδ. 3. 133. πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐξορμῶ, ἔνθεν ἐκραγήσονται ποταμοὶ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 367· ἐπὶ ἔριδος, ἐς μέσον ἐξερράγη, ἐξερράγη ἐν τῷ φανερῷ, Ἡρόδ. 8. 74· ἐπὶ προσώπων, «ξεσπῶ» ἐναντίον τινός, οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτὸν ὁ αὐτ. 6. 129. ΙΙΙ. ἐνίοτε καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., οὔ ποτ’ ἐκρήξει μάχη Σοφ. Αἴ. 775· ἐκρήξας … ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 14.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκρήξω, ao. ἐξέρρηξα;
Pass. f. ἐκραγήσομαι, ao.2 ἐξερράγην;
I. tr. 1 faire éclater, rompre : νευρήν IL la corde (d’un arc) ; ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο IL l’eau creva une partie de la route ; Pass. se rompre, éclater, s’élancer avec impétuosité ; fig. ἐξερράγη εἰς τὸ μέσον HDT (la querelle) éclata en public ; ἐκραγῆναι ἔς τινα HDT éclater, s’emporter avec violence contre qqn;
2 projeter en se rompant, projeter avec force : ὄμβρον PLUT la pluie ; fig. ὀργήν LUC faire éclater sa colère;
II. intr. éclater, se rompre, se changer en déroute en parl. d’un combat.
Étymologie: ἐκ, ῥήγνυμι.