συγκαθίζω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθίζω Medium diacritics: συγκαθίζω Low diacritics: συγκαθίζω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: synkathízō Transliteration B: synkathizō Transliteration C: sygkathizo Beta Code: sugkaqi/zw

English (LSJ)

   A make to sit together or in a body, τὰ συνέδρια Hell.Oxy.11.4; τὸν λαόν LXX Ex.18.13:—Med. or Pass., sit in conclave, meet for deliberation, σ. τὸ δικαστήριον X.HG5.2.35, cf. D.Prooem.23 (v.l. -καθεζ-).    II intr. in Act., sit together, Lib.Or.11.216.    2 settle down in a boiling pot, PHolm.19.8.    III sit or settle down, of quadrupeds that lie down by doubling their legs under them, Arist. HA498a9; σ. ἐπὶ τὰ ὄπισθεν ib.578a21, cf. LXX Nu.22.27; σῶμα συγκεκαθικός a bent, stooping figure, Arist.Phgn.807b5; of men, crouch down, Plu.Arat.21; of women, Thessalus in Cat.Cod.Astr. 8(3).147; also τὰ νέφη εἰς τὰ κοῖλα σ. Thphr.Sign.3.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἵζω), dabei, daneben, zusammen setzen, sitzen; σῶμα συγκεκαθικός, Ggstz von ἐπισπερχές, Arist. physiogn. 3; intrans., Plut. Arat. 21; med., Luc. de merc. cond. 33; u. so ist auch ξυνεκαθίζετο Xen. Hell. 5, 2, 35 richtige Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθίζω: μέλλ. -ιζήσω, κάμνω τινὰ νὰ καθίσῃ ὁμοῦ ἢ ἐν σώματι, τὸν λαὸν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 13). -Μέσ. ἢ παθ., καθίζω ἐν συνελεύσει, συνέρχομαι πρὸς διάσκεψιν, σ. τὸ δικαστήριον Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 35, πρβλ. Δημ. 1434. 6. ΙΙ. ἀμεταβ., = τῷ μέσῳ, καθίζω μετά τινος, πλησίον τινός, παρά τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. 2) καθίζω κάτω, ἐπὶ τῶν τετραπόδων ὅσα καθίζουσι κάμπτοντα ἢ συμπτύσσοντα τοὺς πόδας ὑπὸ τὸ σῶμά των, οἷονγαλῆ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· σ. ἐπὶ τῶν ὄπισθεν αὐτόθι 6. 27, πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 27), καὶ ἴδε συγκάμπτω· σῶμα συγκεκαθικός, συγκεκλιμένον, κεκυρτωμένον, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλουτ. Ἄρατ. 21· ὡσαύτως, τὰ νέφη σ. εἰς τὰ κοῖλα Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθιζήσω, ao. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα;
1 tr. faire siéger ensemble;
2 intr. siéger ensemble;
Moy. συγκαθίζομαι;
1 siéger ensemble;
2 s’affaisser.
Étymologie: σύν, καθίζω.