λύπη

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπη Medium diacritics: λύπη Low diacritics: λύπη Capitals: ΛΥΠΗ
Transliteration A: lýpē Transliteration B: lypē Transliteration C: lypi Beta Code: lu/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A pain of body, opp. ἡδονή, Id.Phlb. 31c, etc.; also, sad plight or condition, Hdt.7.152.    2 pain of mind, grief, ib.16.ά; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται A.Ag.791 (anap.); τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει; Id.Fr.177, cf. S.OC 1217 (lyr.), etc.; ἐρωτικὴ λ. Th.6.59; λύπας προσβάλλειν Antipho 2. 2.2; λ. φέρειν τινί And.2.8; opp. χαρά, X.HG7.1.32.

German (Pape)

[Seite 70] ἡ, Leid, Betrübniß, Kränkung, sowohl act. als pass.; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται Aesch. Ag. 765; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Suppl. 437; ὑπ' ἀγρίας ᾄξασα λύπης Soph. O. R. 1074; Ggstz von χάρις, El. 812; λύπην τινὶ βάλλειν, Schmerz, Unglück bereiten, Phil. 67, vgl. El 644; πικρά, Eur. Or. 1105; παῦσαι λύπης Andr. 1271, öfterl ἡ παρεοῦσα λύπη, der traurige Zustand, Her. 7, 152; Ggstz von ἡδονή, Plat. Phil. 31 c, öfter; λύπην μεγίστην παρέχειν, Gorg. 477 c, τὰς ἐσχάτας λυπεῖσθαι λύπας, 494 a Ggstz von χαρά, Xen. Hell. 7, 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

λύπη: [ῡ], ἡ, πόνος σωματικός, Λατ. dolor, ἀντίθετ. τῷ ἡδονή, Πλάτ. Φίληβ. 31C, κτλ.· ὡσαύτως κακὴ κατάστασις, δυστυχία, Ἡρόδ. 7. 152. 2) πόνος τῆς ψυχῆς, Ἡρόδ. 7. 16, καὶ Ἀττ.· δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ ἧπαρ προσικνεῖται Αἰσχύλ. Ἀγ. 791· τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1216, κτλ.· ἐρωτικὴ λ. Θουκ. 6. 58· λύπας ἐμβάλλειν Ἀντιφῶν 116. 29 λ. φέρειν τινὶ Ἀνδοκ. 20. 35· ἀντίθετ. τῷ χαρά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32. (Πρὸς τὴν √ΛΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. lup, lump-âmi (rumpo, perdo), lup-yâmi (confundo)· ἴσως καὶ Λατ. rump-o, Ἀρχ. Σκανδιν. rŷf (rumpo), Λιθ. rūp-eti (vexare)).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 peine, chagrin, tristesse, affliction;
2 situation ou condition pénible;
3 douleur physique, particul. douleurs de l’enfantement.
Étymologie: R. Λυπ, être triste.