στῦλος

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῦλος Medium diacritics: στῦλος Low diacritics: στύλος Capitals: ΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: stŷlos Transliteration B: stylos Transliteration C: stylos Beta Code: stu=los

English (LSJ)

ὁ (fem. at Epidaurus, IG42(1).102.66, al.(iv B.C.), but also masc. there, ib.109iii92 (iii B.C.)),

   A pillar ( = κίων acc. to Gal.6.544), esp. as a support or bearing, Hdt.2.169, IGll.cc.; στέγης A.Ag.898; δόμων E.IT50; σ. μονόλιθοι BGU1713 (ii/iii A.D.): metaph., σ. . . οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες E.IT57, cf. Ep.Gal.2.9, 1 Ep.Ti.3.15.    2 σ. πυρός LXX Ex.13.21, Apoc.10.1.    3 wooden pole, E.Fr.203, Plb.1.22.4; [σκηνῆς] tent-poles, uprights, opp. διατόναια, PCair.Zen. 353.9 (iii B.C.); plank, Hp.Art.47.    4 stile for writing on waxed tablets; wrongly used in this sense by Greek speakers at Alexandria and in the East acc. to Herophil. ap. Gal.Anat.Ad xiv (Arabic version, ii p.183 ed. M. Simon, Leipzig 1906); cf. στυλοειδής.

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); στρογγύλος, runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt στόλος hinweis't.]

Greek (Liddell-Scott)

στῦλος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει) ὡς καὶ νῦν, ἰδίως ὡς ὑποστήριγμα, Ἡρόδ. 2. 169 στέγης Αἰσχύλ. Ἀγ. 898· δόμων Εὐρ. Ι. Τ. 50· στ. οἴκων ... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες αὐτόθι 57. 2) ἁπλῶς στῦλος χωρὶς νὰ ὑποστηρίζῃ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Εὐρ. Ἀποσπ. 202, Πολύβ. 1. 22, 4. ΙΙ. = τῷ Λατ. stilus (πρβλ. στυλοειδής)· ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ δοκιμώτατοι μεταξὺ τῶν Λατίνων γράφουσι stilus οὐχὶ stylus, ἡ δὲ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα stilus, ἐν ᾧ τὸ υ εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ Ἑλλην. στῦλος (Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἐπιγραφ. παρὰ Παυσ. 5. 20, 7), εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ Λατ. stilus ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν λέξ. στέλχος, ἥτις καὶ εἶναι μία τῶν σημασιῶν αὐτῆς. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥ, ἥτις εἶναι τροποποίησις τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, παράγεται καὶ τὸ στύω· πρβλ. Σανσκρ. sthû-nâ (pillar), sthû-las (stupidus))· Ζενδ. ←tu-na (pillar)· Λιθ. stu-lys (stump).)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
colonne, fig. soutien, appui.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; v. ἵστημι.