παραπλέω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
Ion. παρα-πλώω Orph.A.733, 1271 : Ep. aor. 2 παρέπλων (v. infr.) :—
A sail by or past, abs., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω . . Ἀργώ was the only ship that sailed through that way, Od.12.69, cf. X.An.5.1.11 ; ἐν χρῷ παραπλέοντες sailing close in, Th.2.84, cf. 90 ; π. παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Hdt.7.100 ; π. τὴν Ἔφεσον sail past Ephesus, Act.Ap. 20.16. 2 coast by or along, ὃς τῆς Ἀττικῆς ταῦτα μὴ -πέπλωκε Hdt.4.99, cf. Isoc. 15.123 ; ἐς Σικυῶνα Th.1.111 ; ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν X.An.5.6.10, cf. D.35.31 ; ἐκεῖθεν X.HG5.4.61 ; π. ἀπὸ κάλω, v. κάλως. 3 metaph., π. τὰς συμφοράς sail past, escape them, Amphis 3.4.
German (Pape)
[Seite 494] (s. πλέω), daneben-, vorbeischiffen, an Etwas hinfahren, Plat. Phaedr. 259 a; bes. an der Küste hinfahren, Thuc. 3, 62; ἔπλεον παρὰ γῆν καὶ παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν ἀκτήν, Xen. An. 6, 2, 1; Hell. 4, 5, 17; Pol. 1, 25, 1 u. öfter; παρ' αὐτὰς τὰς πρώρας, Xen. Hell. 1, 5, 12; vgl. noch Thuc. 1, 61, heranschiffen, hinfahren, τινί, Pol. 31, 26, 15, παρέπλευσανεἰς Σικυῶνα, Thuc. 1, 111: Xen. An. 5, 6, 10 u. öfter; παραπλευστέος, wo man vorbeischiffen muß, Strab. 8, 3, 27; – ὁ παραπλέων, der Handlungsdiener, der zur Aufsicht über die Waaren mitschifft. – Vgl. auch παραπλώω.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλέω: Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -οῦμαι· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παρέπλων, ἴδε κατωτ. Πλέω παρά τι, παρέρχομαι πλέων, ἀπολ., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω.. Ἀργώ, ἦτο τὸ μόνον πλοῖον ὅπερ ἔπλευσε διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ μέρους, παρῆλθε δι’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ (πρβλ. παραπέμπω), Ὀδ. Μ. 69, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 1, 11· ἐν χρῷ παραπλέοντες, πλέοντες τόσον πλησίον ὅσον πλησίον τοῦ δέρματος διέρχεται τὸ ξυράφιον κατὰ τὸ ξύρισμα (πρβλ. Οὐεργιλ. radere iter), Θουκ. 2. 84, πρβλ. 90. 2) πλέω πλησίον ἢ παρά τι ἐπὶ τῶν πλεόντων παρὰ τὴν ἀκτήν, π. τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 4. 99., 7. 100 εἰς Σικυῶνα Θουκ. 1. 111· ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10· ἐκεῖθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 61· πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. §131, Δημ. 933. 11· π. ἀπὸ κάλω, ἴδε κάλως. 3) μεταφορ. π. τὰς συμφοράς, παρέρχομαι πλέων, διαφεύγω, Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1.
French (Bailly abrégé)
1 naviguer auprès de ou le long de, acc. ; particul. naviguer le long de la côte, côtoyer;
2 aller par eau d’un endroit à un autre ; avec idée d’hostilité παρ’ αὐτὰς τὰς πρῴρας τῶν νεῶν XÉN gouverner pour aller sur les proues même des navires.
Étymologie: παρά, πλέω.