στρηνιάω
English (LSJ)
A run riot, wax wanton, Antiph.82, Sophil.6, Diph.132, Lyc.Fr.1.2, Apoc.18.7,9, PMeyer 20.23 (iii A.D.);= gerrio, gestio, Gloss.; cf. Phryn.357.
German (Pape)
[Seite 954] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für τρυφάω, zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.
Greek (Liddell-Scott)
στρηνιάω: μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, ἀκολασταίνω, λέξις τῶν ποιητῶν τῆς νέας κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ τρυφάω, Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 (ἔνθα ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, ὡσαύτως ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, κομπάζω, τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ βαρέως φέρειν».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être orgueilleux, insolent;
2 vivre dans la mollesse.
Étymologie: στρῆνος¹ et στρῆνος².
English (Strong)
from a presumed derivative of στρῆνος; to be luxurious: live deliciously.