άνειμι

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoqueGold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz

Menander, Monostichoi, 538

Greek Monolingual

ἄνειμι (Α) είμι
1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω
2. (για τον ήλιο) ανατέλλω
3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω
4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά
5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης
6. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, γυρίζω στην πατρίδα
7. κατευθύνομαι προς τα μεσόγεια (από παραλιακό τόπο)
8. προσάγω, φέρνω
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο.