άνειμι
From LSJ
Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoque → Gold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz
Greek Monolingual
ἄνειμι (Α) είμι
1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω
2. (για τον ήλιο) ανατέλλω
3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω
4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά
5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης
6. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, γυρίζω στην πατρίδα
7. κατευθύνομαι προς τα μεσόγεια (από παραλιακό τόπο)
8. προσάγω, φέρνω
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο.