άνειμι
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
ἄνειμι (Α) είμι
1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω
2. (για τον ήλιο) ανατέλλω
3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω
4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά
5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης
6. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, γυρίζω στην πατρίδα
7. κατευθύνομαι προς τα μεσόγεια (από παραλιακό τόπο)
8. προσάγω, φέρνω
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο.