δίφθογγος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφθογγος Medium diacritics: δίφθογγος Low diacritics: δίφθογγος Capitals: ΔΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: díphthongos Transliteration B: diphthongos Transliteration C: difthoggos Beta Code: di/fqoggos

English (LSJ)

ον,

   A with two sounds, γραφή Tz.H.5.694: δίφθογγος, ἡ, diphthong, D.T.639.15, A.D.Adv.128.8, al.: later δίφθογγον, τό, Hdn.Epim.245.

German (Pape)

[Seite 645] doppellautend; ἡ δ., auch τὸ δ., Doppellauter, Gramm.; auch = mit einem Diphthong geschrieben, Bast zu Greg. Cor. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

δίφθογγος: -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· δίφθογγος, ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ δίφθογγος· ἐντεῦθεν διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, γράφω διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui a deux sons;
2 t. de gramm. qui consiste en un son double ; ἡ δίφθογγος (συλλαβή) diphtongue.
Étymologie: δίς, φθόγγος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de dos sonidos, γραφή Tz.H.5.696.
2 gram., subst. ἡ δ. diptongo Demetr.Eloc.72, D.T.631.11, 639.14, A.D.Adu.128.8, Aristid.Quint.4.21, Priscian.Inst.2.11, Lyd.Mag.1.25, Sch.Er.Il.1.80c, 317b
tb. τὸ δ. Hdn.Epim.245.

Greek Monolingual

η (AM δίφθογγος, -ον)
συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μια συλλαβή ή, κατ' άλλους, ένα και το αυτό φωνήεν που μεταβάλλει ποιόν κατά την εμφάνιση του.