ιχνεύω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ἰχνεύω)
αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ
αρχ.
1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ
2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.)
3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη» — τριγυρίζω τα βουνά κυνηγώντας (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος.
ΠΑΡ. ιχνευτής
αρχ.
ιχνεία, ίχνευμα, ιχνεύμων, ίχνευσις, ιχνευτήρ
μσν.
ιχνεύτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιχνεύω
αρχ.
διεξιχνεύω, διϊχνεύω, εξιχνεύω, περιϊχνεύω, προϊχνεύω, συνανιχνεύω, συνεξιχνεύω, συνιχνεύω.