ἄκομψος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκομψος Medium diacritics: ἄκομψος Low diacritics: άκομψος Capitals: ΑΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: ákompsos Transliteration B: akompsos Transliteration C: akompsos Beta Code: a)/komyos

English (LSJ)

ον,

   A unadorned, Archil.158, cf. Jul.Caes.317c; ἐγὼ δ' ἄκομψος 'rude I am in speech', E.Hipp.986, cf. M.Ant.6.30, Chor. in Jahrb.9.176; οὐκ ἄ. Phlp. in Ph.528.19. Adv. -ψως Plu.2.4f.

German (Pape)

[Seite 76] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ πάνυ ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκομψος: -ον, ἀκαλλώπιστος, ἄγροικος, Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ ἄκομψος, εἶμαι ἄγροικος, ἀκαλλώπιστος τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ φαῦλος, Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans parure, rude ; inhabile.
Étymologie: ἀ, κομψός.

Spanish (DGE)

-ον
1 sencillo, sobrio de pers., junto a φαῦλος E.Fr.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a ἀκαλλώπιστος Iul.Caes.317c
de abstr. comedido, contenido οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.Decl.8.4
c. inf. ἐγὼ δ' ἄκομψος ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas E.Hipp.986
de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo Phlp.in Ph.528.19.
2 adv. -ως sin elegancia op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκομψος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος
αρχ.
1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος
2. αγροίκος, άξεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κομψός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία].