αντάω
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Greek Monolingual
ἀντάω (Α)
1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον
2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση
3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από
4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι
5. παθαίνω κάτι από κάποιον
6. συντυχαίνω, λαχαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άντα.
ΣΥΝΘ. συναντώ, απαντώ, συναπαντώ, προϋπαντώ, προαπαντώ, καταντώ
αρχ.
ανθυπαντώ, αντισυναντώ, διαπαντώ, εξαντώ, εξαπαντώ, επισυναντώ, παρυπαντώ, προσαντώ, προσαπαντώ, υπαπαντώ, υπαντώ, προσυπαντώ].