αντιλέγω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιλέγω)
φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί
μσν.
1. δικαιολογούμαι
2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση
3. δυσανασχετώ
αρχ.-μσν.
1. αντιτίθεμαι
2. αμφισβητώ
3. αρνούμαι, απορρίπτω
4. απαντώ
αρχ.-μσν.
τα αντιλεγόμενα
1. (συνήθως για βιβλία) τα αμφισβητούμενα, εκείνα των οποίων η γνησιότητα δεν είναι γενικά παραδεκτή
2. (ειδικότερα) ορισμένα βιβλία που δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης
αρχ.
1. φιλονικώ
2. (μτχ.) ο αντιλέγων
ο αντίπαλος·