αντιλέγω
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
(AM ἀντιλέγω)
φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί
μσν.
1. δικαιολογούμαι
2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση
3. δυσανασχετώ
αρχ.-μσν.
1. αντιτίθεμαι
2. αμφισβητώ
3. αρνούμαι, απορρίπτω
4. απαντώ
αρχ.-μσν.
τα αντιλεγόμενα
1. (συνήθως για βιβλία) τα αμφισβητούμενα, εκείνα των οποίων η γνησιότητα δεν είναι γενικά παραδεκτή
2. (ειδικότερα) ορισμένα βιβλία που δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης
αρχ.
1. φιλονικώ
2. (μτχ.) ο αντιλέγων
ο αντίπαλος·