ἄοινος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοινος Medium diacritics: ἄοινος Low diacritics: άοινος Capitals: ΑΟΙΝΟΣ
Transliteration A: áoinos Transliteration B: aoinos Transliteration C: aoinos Beta Code: a)/oinos

English (LSJ)

ον,

   A without wine, ἄοινοι χοαί, offered to the Erinyes, A.Eu.107 (whence they are themselves called ἄοινοι, S. OC100); ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν frenzied with the wine of wrath, A.Eu.860; ἄ. συμπόσιον Thphr. ap. Plu.2.679a; νηφαντικὴ καὶ ἄ. κρήνη Pl.Phlb.61c.    2 of men, having no wine, sober, X.Cyr.6.2.27; also of a place, having none, ib.26.    3 without use of wine, ἀοινοτέρα τροφή Arist.Pol.1336a8; ἄοινος μέθη Plu.2.716a.

German (Pape)

[Seite 272] ohne Wein, sowohl von Menschen, die keinen Wein trinken, als von Gegenden, die keinen Wein hervorbringen, Xen. Cyr. 6, 2, 26. 27; κρήνη νηφαντικὴ καὶ ἄοινος Plat. Phil. 61 c; χοαί, θυμώματα, Opfer, bei denen kein Wein gespendet wird, Aesch. Eum. 107. 822; wie sie die Eumeniden erhalten, die davon selbst ἄοινοι heißen, Soph. O. C. 100; συμπόσιον, Gelag ohne Wein, Theophr. bei Plut. Symp. 5, 5, 2; μέθη, ein Rausch, der nicht durch Wein bewirkt ist, ib. 8 prooem.; Arist. comp. ἀοινοτέρα τροφή, mit weniger Wein, pol. 7, 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοινος: -ον, ὁ ἄνευ οἴνου, ἄοινοι χοαί, οἷαι αἱ προσφερόμεναι εἰς τὰς Ἐρινῦς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107 (ὅθεν καὶ αὐταὶ αὗται καλοῦνται ἄοινοι: - πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ’ ὁδοιπορῶν, νήφων ἀοίνοις Σοφ. Ο. Κ. 100)· ἀλλὰ τὸ ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 860 σημαίνει ἐμμανεῖς οὐχὶ ἁπλῶς ἐκ μέθης, ἀλλ’ ἐκ διαρκοῦς μίσους· συμπόσιον Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 679Α· νηφαντικὴ καὶ ἄοινος κρήνη Πλάτ. Φίλ. 61C: - πρβλ. νηφάλιος. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ μὴ πίνων οἶνον, ἐγκρατής, νηφάλιος, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου, ὁ μὴ παράγων, πολλὴ γὰρ ἔσται τῆς ὁδοῦ ἄοινος, διότι πολλὰ μέρη τὰ ὁποῖα θὰ διέλθωμεν δὲν θὰ ἔχωσιν οἶνον, ὡς μὴ γινόμενον ἐν αὐτοῖς. 3) ἄνευ χρήσεως οἴνου, ἀοινοτέρα τροφὴ Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1. ἄοινος μέθη Πλούτ. 2. 716Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne boit pas de vin;
2 qui ne produit pas de vin;
3 sans vin.
Étymologie: ἀ, οἶνος.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de vino, sin vinode libaciones en el rito de las Erinis χοαί A.Eu.107, νηφαντικὴ καὶ ἄ. (κρήνη) Pl.Phlb.61c, (τροφή) ἀοινοτέρα Arist.Pol.1336a8, συμπόσιον Thphr.Fr.76, μέθη Plu.2.716a.
2 que no produce vino de una región, X.Cyr.6.2.26, ὀπώρη Nonn.Par.Eu.Io.2.3.
3 que no bebe vino, abstemio de las Erinis (v. 1), S.OC 100, de ahí, de las mismas diosas ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν enloquecidas con una ira no producida por el vino A.Eu.860, ἄ. γενόμενοι X.Cyr.6.2.27, θεωρεῖν, ὡς καθευδήσει, καὶ ὡς πολλῷ βέλτιον τοῦ ἀοίνου considerar cuánto mejor dormirá (uno que ha bebido) que uno que no ha bebido Philostr.VA 2.35, cf. PMasp.77.9 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἄοινος, -ον (Α)
1. ο χωρίς κρασί
2. φρ. «ἄοινοι χοαί» — αυτές που πρόσφεραν στις Ερινύες
3. ἄοινοι
οι Ερινύες
4. φρ. «ἐμμανὴς ἀοίνοις θυμώμασιν» — έξαλλος από οργή
5. (για πρόσωπα) αυτός που δεν πίνει κρασί, εγκρατής
6. (για τόπους) αυτός που δεν παράγει καθόλου κρασί
7. χωρίς χρήση κρασιού.