εμβαίνω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

(AM ἐμβαίνω)
μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι
αρχ.
1. εμποδίζω, παρεμβαίνω
2. προχωρώ γρήγορα
3. επιβιβάζομαι σε πλοίο
4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι
5. πατώ πάνω σε κάτι
6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.)
7. πατώ ακροποδητί
8. ασχολούμαι
9. περιπλέκομαι, ανακατεύομαι χωρίς τη θέληση μου
10. περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου
11. πατώ, βάζω το πόδι μου
12. επιδίδομαι σε κάτι
13. είμαι στερεωμένος, δεμένος
14. εισάγω
15. εμβατεύω
16. εκτελώ ρυθμικούς βηματισμούς, χορεύω.