επίθημα
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
το (Α ἐπίθημα) επιτίθημι
νεοελλ.
(γλωσσολ.) παραγωγική κατάληξη λέξεων
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται πάνω σε κάτι, επομ. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι
2. επιφάνεια τραπεζιού
3. επιτάφιο μνημείο ή άγαλμα ή παράσταση
4. η αιχμή του δόρατος
5. το επίσημο της ασπίδας, δηλ. το διακριτικό σήμα στην εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας
6. ιατρ. επίθεση φαρμάκου.