ἐπιτείχισμα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτείχισμα Medium diacritics: ἐπιτείχισμα Low diacritics: επιτείχισμα Capitals: ΕΠΙΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: epiteíchisma Transliteration B: epiteichisma Transliteration C: epiteichisma Beta Code: e)pitei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fort or stronghold placed on the enemy's frontier, v.l. in Id.8.95, cf. X.HG5.1.2 ; τινί or ἐπί τινα against one, κατασκευάζειν ὑμῖν ἐ. τὴν Εὔβοιαν D.8.66 ; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν Id.18.71 ; κατὰ τῆς πόλεως D.H.3.43 : c. gen., ἔχουσι τοσαῦτ' ἐ. τῆς αὑτοῦ χώρας holding so many fortresses which command his country, D.4.5.    2 metaph., τῆς αὑτῆς ἀρχῆς ἐ. πρὸς τὸ μηδ' ὁτιοῦν παρακινεῖν a barrier or obstacle to.., Id.15.12 ; ὥσπερ ἐ. τοῖς υἱοῖς κατάγει τὸν Ἀντίπατρον J.BJ1.23.1 ; τὴν φιλοσοφίαν ἐ. τῶν νόμων a barrier against, or a bulwark in defence of, the laws, Alcid. ap. Arist.Rh.1406b11 ; ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν ἡ ποιητικὴ καθέστηκεν S.E.M.1.298.

German (Pape)

[Seite 990] τό, das gegen Jem. errichtete Bollwerk, die Verschanzung, Thuc. 8, 95; Xen. Hell. 5, 1, 2; κατασκευάζοντος ὑμῖν ἐπ. τὴν Εὔβοιαν Dem. 8, 66, er machte Euböa zu einem Bollwerke gegen uns; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν 18, 71; τῆς αὑτοῦ χώρας 4, 5; κατά τινος D. Hal. 3, 43; übertr., ή φιλοσοφία ἐπ. τῶν νόμων, Befestigung, Schutz der Gesetze, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3, der den Ausdruck tadelt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτείχισμα: τό, φρούριονὀχύρωμα οἰκοδομηθὲν ἐπὶ τῶν συνόρων τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 8. 95, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2· τινι ἢ ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, κατασκευάζειν ὑμῖν ἐπ. τὴν Εὔβοιαν Δημ. 106. 3· ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ὁ αὐτ. 248. 13· μετὰ γεν., ὡς χαλεπὸν πολεμεῖν ἐστιν Ἀθηναίοις ἔχουσι τοσαῦτα ἐπιτειχίσματα τῆς αὐτοῦ χώρας, οἵτινες ἔχουσι τοσαῦτα φρούρια ἐπαπειλοῦντα τὴν χώραν αὐτοῦ, Δημ. 41. 20 (ἂν καὶ ὁ Hemst. ἐν Λουκ. Νιγρ. 23, διισχυρίζεται ὅτι ἡ τοιαύτη ἔννοια θὰ ἀπῄτει τῇ χώρᾳ). 2) μεταφ., φραγμός, κώλυμα, ἐμπόδιον, ἐπ. πρὸς τὸ μηδ’ ὁτιοῦν παρακινεῖν Δημ. 193. 27· ὥσπερ ἐπ. τοῖς υἱοῖς κατάγει τὸν Ἀντίπατρον Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 23, 1· τὴν φιλοσοφίαν ἐπ. τῶν νόμων, φραγμὸν ἐναντίον τῶν νόμων ἢ (κατὰ Hemst. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὀχύρωμα πρὸς ὑπεράσπισιν αὐτῶν, Ἀλκιδάμας ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rempart élevé contre : τινι contre qqn ; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν DÉM fortification contre l’Attique ; fig. ἐπιτείχισμα παθῶν rempart contre les passions;
2 rempart élevé pour : ἐπιτείχισμα τῶν νόμων ARSTT rempart élevé pour la défense des lois.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.

Greek Monolingual

το (Α ἐπιτείχισμα) επιτειχίζω
οχύρωμα, αμυντικό έργο («εἰς τὸ ἐπιτείχισμα τὸ ἐν Ἐρετρίᾳ», Θουκ.)
νεοελλ.
τεχνικό έργο σε σιδηροδρομική γραμμή
αρχ.
1. φραγμός, εμπόδιο, κώλυμαἐπιτείχισμα πρὸς τὸ μηδ’ ὁ τιοῡν παρακινεῑν», Δημοσθ.)
2. οτιδήποτε προστατεύει, υπερασπίζει
3. οτιδήποτε αντιτίθεται, αντιτάσσεται.