ἐπιπροΐημι
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
poet. Verb,
A send forth, τὸν μὲν νηυσὶν ἐπιπροέηκα . . Ἴλιον εἴσω on board ship to Ilium, Il.18.58; but κεῖνον . . νηυσὶν ἐπιπροέηκα θοῇσιν, ἐλθεῖν . . to the ships, to go... 17.708; ἄνδρας δὲ λίσσεσθαι ἐπιπροέηκεν ἀρίστους sent them forth to supplicate, 9.520; Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν (Ep. aor. 2 inf.) shoot an arrow at him, 4.94; νημερτέα βάξιν ἐ. A.R.4.1185; φρῖκας Nic.Th.778; πότμον Orac. ap. Luc.Alex.27; λιγὺν οὖρον Orph.A.361; τινὰ θαλάσσῃ into the sea, A.R.4.1617, etc.; ῥέεθρον θαλάσσῃ, of a river, D.P.49, cf. 794: hence, seemingly intr., νήσοισιν ἐπιπροέηκε (sc. νῆα) he made straight for them, Od.15.299.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροΐημι: ποιητ. ῥῆμα, ἐξαποστέλλω τινὰ εἴς τι μέρος, τὸν μὲν νηυσὶν ἐπιπροέηκα... Ἴλιον εἴσω, διὰ πλοίων ἐξαπέστειλα κτλ., Ἰλ. Σ. 58· ἀλλά, κεῖνον μὲν νηυσὶν ἐπιπροέηκα θοῇσιν, ἐλθεῖν εἰς Ἀχιλῆα, ἐκεῖνον μὲν ἔπεμψα εἰς τὰ πλοῖα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ἀχιλλέα, Ρ. 708· ἄνδρας δὲ λίσσεσθαι ἐπιπροέηκεν ἀρίστους, ἀπέστειλεν αὐτοὺς ὅπως ἱκετεύσωσι, Ι. 520 (516)· τλαίης κεν Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰὸν (Ἐπικ. ἀπαρ. ἀορ. β΄), ὑπομείνειας ἂν ἐπιπέμψαι τῷ Μενελάῳ βέλος ταχύ; Δ. 94· ἐπεὶ νημερτέα βάξιν Ἥρη ἐπιπροέηκεν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1185· πότμον Ποιητ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 27· λιγὺν οὖρον Ὀρφ. Ἀργ. 359· τείως μιν ἐπιπροέηκε θαλάσσῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1617, κτλ.· ῥέεθρον ἐπιπροΐησι θαλάσσῃ, ἐπὶ ποταμοῦ, Διον. Π. 49: - ἐντεῦθεν κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., νήσοισιν ἐπιπροέηκε (ἐξυπ. ναῦν), «ἐπαφῆκεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 299.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιπροήσω, pf. ἐπιπροέηκα;
I. tr. 1 lancer en avant : τινι ἰόν IL un trait contre qqn;
2 envoyer en avant : τινα νηυσὶν Ἴλιον εἴσω IL qqn à bord d’un navire à Ilion ; τινα νηυσίν IL envoyer qqn vers les navires ; ἄνδρας λίσσεθαι ἐπ. IL envoyer des députés pour supplier;
II. intr. en appar. (s.e. ναῦν) se diriger litt. diriger son navire vers, τινι.
Étymologie: ἐπί, προΐημι.
Greek Monolingual
ἐπιπροΐημι (Α) προΐημι
1. στέλνω, κατευθύνω, ξαποστέλνω κάποιον σ’ έναν τόπο («τὸν μέν... νηυσὶν ἐπιπροέηκα Ἴλιον εἴσω», Ομ. Ιλ.)
2. ρίχνω, εκσφενδονίζω.