ζωοποιώ

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

(AM ζωοποιῶ, -έω) ζωοποιός
1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό
2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω
μσν.
1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή
2. μέσ. ζωοποιοῡμαι
παίρνω ζωή
3. φρ. (για γυναίκα) «ζωοποιώ σπορά» — φέρνω στη ζωή, γεννώ
μσν.-αρχ.
1. ανασταίνω κάποιον
2. (αμτβ.) ανασταίνομαι, αναζωογονούμαι
αρχ.
γεννώ, παράγω έμβια όντα, ζωογονώ.