κάνιστρο
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek Monolingual
και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον)
ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι
αρχ.
πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές του οργάνου, όπως -ασ-τρον, (πιθ. κατά το ζύγ-ασ-τρον, -αυσ-τρον (πιθ. κατά το θέρμαυστρον -ισ-τρον (πρβλ. θέριστρον) και -υσ-τρον (πρβλ. έλκυστρον). Οι καταλ. αυτές απαντούν συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. σκέπ-ασ-τρον, κόμ-ισ-τρον)].