καταχαλκεύω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκεύω Medium diacritics: καταχαλκεύω Low diacritics: καταχαλκεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: katachalkeúō Transliteration B: katachalkeuō Transliteration C: katachalkeyo Beta Code: kataxalkeu/w

English (LSJ)

   A work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.

Greek (Liddell-Scott)

καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17˙- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.

French (Bailly abrégé)

travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.

Greek Monolingual

καταχαλκεύω (AM)
κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό
αρχ.
παθ. καταχαλκεύομαι
κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].