λάβρα
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, = λαύρα, Man. 3, 52, schlechtere Schreibart.
Greek (Liddell-Scott)
λάβρα: ἡ, ἀδόκιμος τύπος τοῦ λαύρα.
Greek Monolingual
η
1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα
2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη
3. φρ. «φωτιά και λάβρα»
α) αφόρητη ζέστη
β) μεγάλη στενοχώρια, καημός
γ) μεγάλη ακρίβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα πικρός > πίκρα, αλμυρός > αλμύρα].