μαυροφορώ

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source

Greek Monolingual

μαυροφόρος
1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ' αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, -η, -ο(ν)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο μαυροφόρος
νεοελλ.
κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο πόλεμος μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)
μσν.
1. μτφ. (για τον ήλιο ή τα άστρα) σβήνω, σκοτεινιάζω («ὁ ἥλιος, τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῡνε» (Ζήν.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο ρασοφόρος («ὁ πατριάρχης κίνησε νὰ πάγει στὸ παλάτι και ὄπισθεν καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).