μυρωδιά
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία)
1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή
2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.)
3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας»)
4. αρωματικό υγρό, μύρο, άρωμα
νεοελλ.
1. συνεκδ. μικρό μέρος ευχάριστου ως προς την οσμή και τη γεύση φαγητού, μεζές («ούτε μυρωδιά δεν μού 'δωσαν από το γουρουνόπουλο»)
2. ονομασία διαφόρων φυτών
3. φρ. α) «παίρνω μυρωδιά»
i) αντιλαμβάνομαι κάτι ή κάποιον («τον πήρα μυρωδιά αμέσως»)
ii) (κυρίως σχετικά με φαγητό) δοκιμάζω
β) «μυρωδιά άγρια» — το φυτό τρίγωνο το κερατιοφόρο
μσν.
1. (σχετικά με το χρίσμα της Θείας Χάριτος) ευώδης αλοιφή
2. μπαχαρικό
3. οσμή φαγητού, νοστιμάδα
4. μτφ. κόσμημα, στολίδι
5. ευωδιαστά λουλούδια και φυτά
6. φρ. «βρομίζω τη μυρωδιά κάποιου» — καθιστώ κάποιον απεχθή, βδελυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρώδης + κατάλ. -ία. Η λ. μυρωδιά από αρχική σημ. «ευχάριστη οσμή, ευωδιά, άρωμα» ανάλογη με εκείνην του μυρώδης έλαβε αφ' ενός τη γενική σημ. «ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή, κάθε είδος οσμής» και αφ' ετέρου ευφημιστικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη δυσάρεστη οσμή, την κακοσμία].