νιώθω

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

και νοιώθω
1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα»)
2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική»)
3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τον ένιωσα»)
4. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, αισθάνομαι (α. «νιώθω μια κούραση βαριά» β. «δεν τον ένιωσα τον σεισμό»)
5. πληροφορούμαι, μαθαίνω
6. ακούω
7. προαισθάνομαι
8. φρ. «δεν νιώθει πού παν τα τέσσερα» — είναι εντελώς ανίδεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γνώθω < ἔγνωσα, μτγν. αόρ. του γιγνώσκω, κατά το σχήμα έγνεσα: γνέθω, έκλωσα: κλώθω, όπου το -ι- του νιώθω δεν ερμηνεύεται ευχερώς. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. σχηματίστηκε από τον αόρ. έννοιωσα, ενός αμάρτυρου εννοιώ (< έννοια) κατά το ίδιο προηγούμενο σχήμα. Η δεύτερη άποψη ερμηνεύει και τη γραφή του ρ. με -οι-].