νύμφιος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
German (Pape)
[Seite 269] = νυμφίδιος; τράπεζαν ντμφίαν, Pind. P. 3, 6; νυμφίοισι παρθένοις, Eur. I. A. 741.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφιος: ἴδε νυμφίος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. adj. 1 qui est une jeune épouse;
2 de noces, nuptial;
II. subst. 1 fiancé;
2 jeune époux.
Étymologie: νύμφη.
English (Autenrieth)
(νύμφη): newly-married, Od. 7.65 and Il. 23.223.
English (Slater)
νύμφιος, -εῑος
1 of marriage, bridal οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (Mosch.: νυμφιδίαν codd.) (P. 3.16) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (N. 5.30)
Greek Monolingual
νύμφιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύμφη
1. νυφικός («οὐκ ἔμειν' ἐλθεῑν τράπεζαν νυμφίαν», Πίνδ.)
2. φρ. «νυμφία παρθένος» — η νύφη.