ξεδιαλύνω
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
(Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω)
καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα»)
2. (για όνειρο) γίνομαι ευκρινές ως προς τη σημασία μου, βγαίνω αληθινό
3. εξιστορώ διεξοδικά, περιγράφω
4. λύνω τις διαφορές μου με κάποιον
μσν.
1. (για μαλλιά) ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
2. μεταφράζω
3. αποβαίνω, καταλήγω σε κάτι («κάμε το, κυράτσα μου, κι εἰς τὸν Θεὸν σ' ὀμνέγω νὰ ξεδιαλύνει σὲ καλὸν ἡ ἐρμήνεια ἡ ἐδικὴ μου», Ευγέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλύνω].