ξεδιαλύνω
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
Greek Monolingual
(Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω)
καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα»)
2. (για όνειρο) γίνομαι ευκρινές ως προς τη σημασία μου, βγαίνω αληθινό
3. εξιστορώ διεξοδικά, περιγράφω
4. λύνω τις διαφορές μου με κάποιον
μσν.
1. (για μαλλιά) ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
2. μεταφράζω
3. αποβαίνω, καταλήγω σε κάτι («κάμε το, κυράτσα μου, κι εἰς τὸν Θεὸν σ' ὀμνέγω νὰ ξεδιαλύνει σὲ καλὸν ἡ ἐρμήνεια ἡ ἐδικὴ μου», Ευγέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλύνω].