οἰκτίζω
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
(pres. only in compd. κατ-), Att. fut.
A οἰκτιῶ A.Pr.68 (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα S.OT1508 : mostly poet., pity, have pity upon, c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc. ; τινὰ τῆς μικροψυχίας Arist.Mu.391a22 : c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι S.Tr.855 (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι . . στόλον οἰκτιζομένα with pitying eye, A.Supp.1031 (lyr.), cf. E.Hec.720 (as v.l.), Th.2.51. 2 Med. also, bewail, lament, τι E.IT486, cf.Hel.1053 : abs., Din.1.110 : c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι utter a wail, A.Eu.515 (lyr.), cf. E.Tr.155 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτίζω: (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ οἰκτείρω, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., οἰκτείρω, λυποῦμαὶ τινα, αἰσθάνομαι οἶκτον πρός τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., πάθος οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· ἀλλά, 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155.
French (Bailly abrégé)
f. att. οἰκτιῶ, ao. ᾤκτισα, pf. inus.
Pass. inus.
se lamenter sur, s’apitoyer sur, acc.;
Moy. οἰκτίζομαι (ao. ᾠκτισάμην) m. sign.
Étymologie: οἶκτος.
Greek Monolingual
οἰκτίζω (Α) οίκτος
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.)
2. μέσ. οἰκτίζομαι
α) πενθώ
β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)
γ) θρηνολογώ («τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», Αισχύλ.).