πλήμνη
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ,
A nave of a wheel, Il.5.726, 23.339, Hes.Sc.309, Hp.Fract. 13; ἄξονος ἐν πλήμνησι A.R.1.757. (Perh. from πλήθω, the filled up or solid part of the wheel.)
German (Pape)
[Seite 633] ἡ (von πλήθω, eigentlich das, was ausgefüllt wird), die Nabe des Rades, worin die Wagenachse läuft; Il. 5, 726. 23, 339; Hes. Sc. 309; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 757; sonst χοινικίς.
Greek (Liddell-Scott)
πλήμνη: ἡ, χοινικὶς τροχοῦ εἰς ἣν εἰσέρχεται ή ἄκρα τοῦ ἄξονος, «κεφαλάρι», πρβλ. χνόη, Ἰλ. Ε. 726, Ψ. 339, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 309, Ἱππ. Ἀγμ. 760· ἄξονος ἐν πλήμνῃσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 757. (Ἴσως ἐκ τοῦ πήλθω, ἐπειδὴ εἶναι τὸ πεπληρωμένον ἢ στερεὸν μέρος τοῦ τροχοῦ).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
moyeu ; αἱ πλῆμναι les trous du moyeu où s’ajustent les rayons de la roue.
Étymologie: DELG πίμπλημι.
English (Autenrieth)
(πλήθω): hub or nave of a wheel. (Il.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (αυτοκ.) το κέντρο του τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο
2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας για να τήν προστατεύει από τη φθορά λόγω τριβής
3. η κεφαλή του τροχού, στο κέντρο του, στην οποία στερεώνονται οι ακτίνες και διά μέσου της οποίας διέρχεται ο άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + επίθημα -μν-η (πρβλ. βέλε-μν-ον, κρήδε-μν-ον). Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι το κέντρο του τροχού είναι το πλέον συμπαγές και στερεό τμήμα του].