πυρίβρομος

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβρομος Medium diacritics: πυρίβρομος Low diacritics: πυρίβρομος Capitals: ΠΥΡΙΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: pyríbromos Transliteration B: pyribromos Transliteration C: pyrivromos Beta Code: puri/bromos

English (LSJ)

ον,

   A roaring with fire, ἠέλιος Orph.A.1122 (nisi leg. -δρομος) Ζεύς Id.H.20.2.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer, am Feuer od. durch Feuer brausend; Orph. Arg. 1120, v. l. πυρίδρομος; vgl. Hymn. 20, 2. 58, 2, vom Zeus u. Eros.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβρομος: -ον, βρέμων πυρί, Ὀρφ. Ἀργ. 1120, Ὕμν. 19, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ-βρομος].