σκλάβος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
ο, Ν, θηλ. σκλάβα ΝΜ
1. δούλος («και τώρα πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες», δημ. τραγούδι)
2. αιχμάλωτος
3. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία κάποιου
4. δέσμιος, υποχείριος («κι έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο», Γρυπ.)
μσν.
το θηλ. ἡ σκλάβα
παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εθν. Σκλαβηνός «Σλάβος» (< Στλάβος, με τροπή του -τ- σε -κ-, πρβλ. αντλώ > αγκλώ, στιλβώνω > σκλιβώνω) επειδή οι Σλάβοι ακολουθούσαν ως υποτακτικοί λαούς που εξεστράτευαν. Η σημ. «αιχμάλωτος, δούλος» μαρτυρείται ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα (πρβλ. αγγλ. slave)].