σκοπευτής

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπευτής Medium diacritics: σκοπευτής Low diacritics: σκοπευτής Capitals: ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: skopeutḗs Transliteration B: skopeutēs Transliteration C: skopeftis Beta Code: skopeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,=

   A σκοπός 1.2, Id.Is.52.8, al., Eust.810.25.

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, der Späher, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπευτής: -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, φρουρός, Εὐστ. 810. 25.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ σκοπεύω
νεοελλ.
1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο
2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο
3. επιτήδειος, επιδέξιος στη σκοποβολή
4. φρ. «ελεύθερος σκοπευτής»
α) αντάρτης σε χώρα κατεχόμενη από τον εχθρό που μάχεται μόνος του, επιλέγοντας ο ίδιος τους στόχους του
β) μαχητής που υπάγεται σε μονάδα πεζικού ή καταδρομών, αλλά ενεργεί και μάχεται μόνος του, βάσει τών γενικών οδηγιών τις οποίες έχει λάβει, χωρίς να είναι ενταγμένος σε τακτική μονάδα μάχης
γ) άτομο χωρίς συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους και χωρίς ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις
μσν.
το θηλ. ἡ σκοπεύτρια
ψηλός τόπος, κατάλληλος για παρατήρηση, για κατόπτευση, παρατηρητήριο
μσν.-αρχ.
παρατηρητής.