στρατοπεδεία
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ἡ,
A encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.
Greek Monolingual
η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.