συγκίνηση
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η / συγκίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ συγκινώ
ψυχική διέγερση, εκδήλωση λύπης ή χαράς
νεοελλ.
1. ευχάριστη ή δυσάρεστη ενστικτώδης απόκριση του ατόμου που προκαλείται από όλα τα αισθητικά ερεθίσματα τα οποία έχουν απήχηση στον ψυχικό του κόσμο, καθώς και από κάθε μεταβολή της ψυχικής ή κοινωνικής του κατάστασης
2. (φιλοσ.) (κατά τον Σαρτρ) το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος αποκρίνεται σε μια δεδομένη κατάσταση, όταν τα άλλα μέσα, τα οποία είναι συνήθως αποτελεσματικά, του είναι απαγορευμένα
3. (ψυχιατρ.) (κατά τον Φρόυντ) αρχαϊκή κατάσταση που συνοδεύει τις μεταπτώσεις της παρόρμησης
4. (ψυχολ.) αντίδραση ή πολυσύνθετη μεταβατική κατάσταση με αρκετά έντονο συναισθηματικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζεται επίσης από διάχυτες διακυμάνσεις οργανικής φύσης και συνοδεύεται συνήθως από παρόρμηση για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, η οποία δημιουργείται γενικά από μια κατάσταση ή ένα ερέθισμα του περιβάλλοντος
μσν.
έφοδος, εκστρατεία
αρχ.
1. ταυτόχρονη κίνηση
2. κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση.