τετανικός
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ή, όν,
A suffering from τέτανος, Dsc.3.80, Cael.Aur.CP3.6; tetanica passio, ib.3.17. Adv. -κῶς Gal.14.276.
German (Pape)
[Seite 1096] am τέτανος leidend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τετάνου, Διοσκ. 5. 84, Cael. Aur. de M. Ac. 3. 6. Ἐπίρρ. -κῶς, τετανικῶς σπωμένους Γαλην. τ. 13, σ. 953.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τετανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τέτανος
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από τέτανο, τετανοπαθής
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τέτανο ή που μοιάζει με τέτανο («τετανική τοξίνη» — η τοξίνη που παράγεται από το βακτηρίδιο του τετάνου)
2. φρ. α) «τετανική συστολή»
φυσιολ. παρατεινόμενη μυϊκή συστολή που προκαλείται από την ταχεία διαδοχή τών νευρικών διεγέρσεων με αποτέλεσμα τη συγχώνευση τών επιμέρους μυϊκών αντιδράσεων
β) «τετανικό φάρμακο»
(φαρμ.) ουσία η οποία, όταν χορηγείται σε μεγάλες δόσεις, προκαλεί τετανικούς σπασμούς, όπως είναι λ.χ. η στρυχνίνη και η βρυκίνη.
επίρρ...
τετανικῶς
Α
όπως ο τετανοπαθής.