τρελός

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας
2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις»)
3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι»)
4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα»)
5. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός
(στο σκάκι) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, αξιωματικός
6. παροιμ. α) «τρελός παπάς σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουν
β) «τρελού κεφάλι δεν γερνά» — ο άνθρωπος που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται πάντοτε εύθυμος και νεάζει.
επίρρ...
τρελά Ν
1. κατά τον τρόπο των τρελών
2. σε μεγάλο βαθμό, πέρα από κάθε όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. τρηρός «ελαφρός» (βλ. λ. τρήρων) με τροπή του -η- σε -ε- πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος: σίδερο) και ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -λ-. Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια Τρέλλος και Τρέλλων, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα].