φρόνηση

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

Greek Monolingual

η / φρόνησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρόνασις Α
γνώση του ορθού, σύνεση, σωφροσύνη
μσν.
εγκράτειασωφρόνως τὴν ζωὴν διήνυσας... μετὰ φρονήσεως ἔσχες», Μηναί.)
αρχ.
1. πρόθεση, σκοπός
2. αίσθηση, αντίληψη για κάτι
3. υψηλό φρόνημα, υπερηφάνεια («τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν», Ευρ.)
4. (με κακή σημ.) αλαζονεία, έπαρση
5. κρίση
6. (για ζώο) ευφυΐα, πανουργία
7. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός τρία.