ῥοθέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
(ῥόθος)
A make a rushing noise: hence, of a roaring fire, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ A.Fr.309. 2 of any confused noise, ταῦτα . . ἐρρόθουν ἐμοί such clamours they raised against me, S.Ant.290; λόγοι . . ἐρρόθουν κακοί there was a noise of angry words, ib.259.
German (Pape)
[Seite 847] rauschen, brausen, lärmen; eigtl. von anprallenden Wellen, Ruderschlägen, u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόθουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοθεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῦτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐῤῥόθο υν ἐμοί, Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοθέω: (ῥόθος) παράγω ῥόθον, βοήν, οἵα γίνεται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τῆς εἰρεσίας, ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ ῥόθου τοῦ πυρός, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου θορύβου, ταῦτα…ἐρρόθουν ἐμοί, ταῦτα ἐφλυάρουν ἐναντίον μου, Σοφ. Ἀντ. 290· λόγοι..ἐρρόθουν κακοί, ὑπῆρχε θόρυβος λόγων ὀργίλων, αὐτόθι 259. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοθεῖν· ὁρμᾶν. τρέχειν, λέγειν, διώκειν».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
gronder comme les vagues ; τινι, gronder ou murmurer contre qqn.
Étymologie: ῥόθος.
Greek Monotonic
ῥοθέω: μέλ. -ήσω (ῥόθος), κάνω άγριο θόρυβο, σπάζω, συντρίβομαι, παφλάζω, κτυπώ, λέγεται για τα κύματα ή για την κίνηση των κουπιών, για την κωπηλασία· απ' όπου, λέγεται για κάθε συγκεχυμένο θόρυβο, ταῦτα ἐρρόθουν ἐμοί, τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» εναντίον μου, σε Σοφ.· λόγοι ἐρρόθουν κακοί, υπήρξε θόρυβος οργισμένων λόγων, στον ίδ.