πολυκηδής

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκηδής Medium diacritics: πολυκηδής Low diacritics: πολυκηδής Capitals: ΠΟΛΥΚΗΔΗΣ
Transliteration A: polykēdḗs Transliteration B: polykēdēs Transliteration C: polykidis Beta Code: polukhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.

German (Pape)

[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες
2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' ἐνίσπω», Ομ. Οδ.)
3. ο αίτιος πολλών συμφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο-κηδής].

Greek Monotonic

πολῠκηδής: -ές (κῆδος), γεμάτος από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.