ὑψίπεδος

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπεδος Medium diacritics: ὑψίπεδος Low diacritics: υψίπεδος Capitals: ΥΨΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: hypsípedos Transliteration B: hypsipedos Transliteration C: ypsipedos Beta Code: u(yi/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.

English (Slater)

ὑψῐπεδος
   1 high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύ-πεδος].

Greek Monotonic

ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.