ἀνορύσσω

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορύσσω Medium diacritics: ἀνορύσσω Low diacritics: ανορύσσω Capitals: ΑΝΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: anorýssō Transliteration B: anoryssō Transliteration C: anorysso Beta Code: a)noru/ssw

English (LSJ)

Att. ἀνορύττω, pf. Pass.

   A ἀνορώρυγμαι Men.468:—dig up what has been buried, τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113; ὑδρίας Ar. Av.602; τινά Id.Pax372, Plu.Ages.20; χρυσόν Luc.Cont.11.    2 ἀ. τάφον dig up, break open, destroy it, Hdt.1.68, Isoc.16.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἀνορώρυγμαι Μένανδ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 3: ― ἀνασκάπτω τι τεθαμμένον, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, «ξεχώννω», τὰ ὀστέα Ἡρόδ. 2. 41, Λυκοῦργ. 164. 7· ὑδρίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 602· τινὰ ὁ αὐτ. Εἰρ. 372, Πλουτ. Ἀγησ. 20· χρυσὸν Λουκ. Χαρίδ. 11. 2) ἀν. τάφον, ἀνοίγω, ἀνασκάπτω, καταστρέφω, Ἡρόδ. 1. 68, Ἰσοκρ. 351Ε.

French (Bailly abrégé)

1 déterrer;
2 violer une sépulture.
Étymologie: ἀνά, ὀρύσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [perf. med.-pas. ἀνορώρυγμαι Men.Fr.403]
1 en gener. desenterrar τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113, Polyaen.6.53.1, ταύτην (τὴν Εἰρήνην) Ar.Pax 372, ὑδρίας Ar.Au.602, cf. Men.Fr.403, ᾠά Arist.HA 558a10, τοῦτον (χρυσόν) Luc.Cont.11, τὸν Λύσανδρον Plu.2.212d, 229f, τὰ σώματα D.C.73.5.3
fig. λογισμούς Cyr.Al.Apol.Thdt.5.
2 abrir, profanar τάφον Hdt.1.68, Isoc.16.26, X.Eph.3.9.8, τὰς μυωπίας Arist.HA 580b25, τάφρον X.Eph.5.2.4
excavar un canal PTeb.961.3 (II a.C.), POxy.1917.111, γῆν I.BI 2.149
excavar buscando fig. (τὸν θάνατον) ὥσπερ θησαυρούς LXX Ib.3.21.

Greek Monolingual

(ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω)
1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω
2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή
μσν.
μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω
αρχ.
1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω
2. καταστρέφω
3. μπήγω τα νύχια.

Greek Monotonic

ἀνορύσσω: Αττ. -ττω· μέλ. -ξω, Παθ. παρακ. ἀνορώρυγμαι·
1. ξεθάβω αυτό που είχε θαφτεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. ἀν. τάφον, ανοίγω, ανασκάπτω, συλώ, σε Ηρόδ.