ἦπου
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
or ἦ που,
A I ween, ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν . . Ar.V.725; ἦ που νέος γ' ὢν ἦσθ' ὑβριστής Id.Th.63, cf. Il.3.43, 16.830; ironical, S.Aj.1008, E.Med.1308; χαλεπὸν πόλιν κατασκευάσασθαι, ἦ που δή . . much more . ., Th.1.142; so ἦ που alone, Lys.30.17, Pl.Phd.84d; ἦ πού γε lsoc.1.49; also ἦ που δή . . much less, prob. in Th.8.27; also ἦ πού γε δή Id.6.37: and with a neg., ἦ που . . γε . . οὐ δεῖ χρήσασθαι And.1.86. II to make a hesitating suggestion, surely . . ? Od. 13.234, A.Pr.521, Ar.Pl.970.
German (Pape)
[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben ἦ που, Betheuerung, gewiß wohl, sicherlich doch, traun wohl, eine Voraussetzung zur Bekräftigung hinzufügend, Il. 3, 43. 16, 830. – In der Frage erhöht es den Nachdruck derselben, denn wohl? Od. 13, 234. Vgl. ἦ u. που.
French (Bailly abrégé)
ou mieux ἦ που;
1 certes, sans doute;
2 interrog. est-ce que ? n’est-ce pas ? ἦπου οὐ ; ISOCR m. sign.
Étymologie: ἦ, που.
Greek Monotonic
ἦπου: ή ἦπου,
I. υποθέτω, στοχάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από άρνηση, πολύ λιγότερο, σε Θουκ.
II. χρησιμ. για να υποβληθεί ερώτηση με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; αλήθεια...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.