κελαινώπας

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινώπας Medium diacritics: κελαινώπας Low diacritics: κελαινώπας Capitals: ΚΕΛΑΙΝΩΠΑΣ
Transliteration A: kelainṓpas Transliteration B: kelainōpas Transliteration C: kelainopas Beta Code: kelainw/pas

English (LSJ)

α, ὁ, (ὤψ)

   A black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m. dor.
à l’aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.

Greek Monolingual

κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].

Greek Monotonic

κελαινώπας: -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαψός, ζοφερός, ανήλιαγος, σε Σοφ.· θηλ. κελαινῶπις, σε Πίνδ.