μεγαλοσχήμων

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοσχήμων Medium diacritics: μεγαλοσχήμων Low diacritics: μεγαλοσχήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: megaloschḗmōn Transliteration B: megaloschēmōn Transliteration C: megaloschimon Beta Code: megalosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A magnificent, A.Pr.408 (lyr.):—also μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοσχήμων: -ον, μεγαλοπρεπής, Αἰσχύλ. Πρ. 409. ὡσαύτως -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα σχῆμα, Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ ὕψιστος οὗτος μοναχικὸς βαθμός, αὐτόθι 61.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a grand air, magnifique.
Étymologie: μέγας, σχῆμα.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοσχήμων, -ον)
(για μοναχό) μεγαλόσχημος
αρχ.
μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοσχήμων: -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.