μελογράφος

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελογράφος Medium diacritics: μελογράφος Low diacritics: μελογράφος Capitals: ΜΕΛΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: melográphos Transliteration B: melographos Transliteration C: melografos Beta Code: melogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.

German (Pape)

[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).

Greek (Liddell-Scott)

μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.

Greek Monolingual

ο, η (Α μελογράφος)
αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργός
αρχ.
ψαλμωδός.

Greek Monotonic

μελογράφος: -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.