νεάω
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
(νειός)
A plough up, of fallow land, ἢν νεᾶν βούλησθε . . τοὺς ἀγρούς Ar.Nu.1117: metaph., τὰν μέσαν νεῶν ἄρουραν (in music) Pratin.Lyr.5: abs., Eup.13, Thphr.CP3.20.7: aor. 1 subj. νεάσωσι ib.3.20.8:—Pass., νεωμένη (sc. γῆ) land ploughed up, after lying fallow, Hes.Op.462.
German (Pape)
[Seite 235] erneuern, bes. ein neues Land od. Brachland umpflügen, ἀγρούς, Ar. Nub. 1118; absol., Theophr.; νεωμένη, sc. γῆ, neu aufgebrochenes Brachland, Hes. O. 464.
Greek (Liddell-Scott)
νεάω: (νέος) ἀροτριῶ νέον ἀγρὸν ἢ πρὸς καιρὸν ἀφεθέντα ἀργόν, ἢν νεᾶν βούλησθε... τοὺς ἀγρούς, Λατ. agros novare, Ἀριστοφ. Νεφ. 1117· νεῶν ἄρουραν Πρατίν. 5· ἀπολ., Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7: ἀόρ. α΄ ὑποτ. νεάσωσι αὐτόθι 8. - Παθ. νεωμένη (ἐξυπακ. γῆ) χωράφιον ἐκ νέου ἀροθέν, ἀφ’ οὗ ἐπί τινα καιρὸν ἔμεινεν ἀργόν, «νειάμα», Λατ. novale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460. Πρβλ. νεόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner le premier labour à une terre en jachère.
Étymologie: νεός¹.
Greek Monotonic
νεάω: (νειός), μέλ. -άσω, οργώνω καινούριο, ακαλλιέργητο ως τώρα, χωράφι· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., νεωμένη (ενν. γῆ), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, αφού για κάμποσο χρονικό διάστημα παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. novale, σε Ησίοδ.