ὁλοσχέρεια

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσχέρεια Medium diacritics: ὁλοσχέρεια Low diacritics: ολοσχέρεια Capitals: ΟΛΟΣΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: holoschéreia Transliteration B: holoschereia Transliteration C: oloschereia Beta Code: o(losxe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A general survey or estimate, Str.2.1.24, Corn.ND 20 ; καθ' ὁλοσχέρειαν in general terms, διαλέγεσθαι Phld.Rh.1.251 S. ; κατὰ ὁλοσχέρειαν, opp. κατὰ μέρη, S.E.M.10.53.    2 lumpiness, solidity, Ruf. ap. Orib.8.24.34.

German (Pape)

[Seite 327] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Uebersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; Ggstz von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσχέρεια: ἡ, ὁλικότης, κεφαλαιώδης ὑπολογισμός, Στράβ. 79.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
universalité, généralité, ensemble.
Étymologie: ὁλοσχερής.

Greek Monolingual

ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) ολοσχερής
1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός
2. στερεότητα
3. φρ. «καθ' ὁλοσχέρειαν»
α) σε γενικές γραμμές
β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη.

Greek Monotonic

ὁλοσχέρεια: ἡ, γενικού τύπου διερεύνηση ή συνυπολογισμός, σε Στράβ.