πέταμαι

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτᾰμαι Medium diacritics: πέταμαι Low diacritics: πέταμαι Capitals: ΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: pétamai Transliteration B: petamai Transliteration C: petamai Beta Code: pe/tamai

English (LSJ)

   A = πέτομαι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 604] = πέτομαι; Pind. N. 6, 50 P. 8, 94; κάπνος ὀρόφους πέταται, Eur. Ion 90; πέτασσαι, Anacr. 24, 6; u. in späterer Prosa, wie S. Emp. adv. geom. 16; vgl. Luc. Pseudol. 29.

Greek (Liddell-Scott)

πέτᾰμαι: πέτομαι, ὃ ἴδε.

English (Slater)

πέτᾰμαι (πέταται: aor. πτάμεναι: πέτεται pro πέταται coni. Nauck, Schr.)
   1 fly, soar met. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.90) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν (N. 6.48) ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων) *fr. 107a. 4.* νεάνιδες πολλάκι ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν fr. 122. 4. test., Plato, Theaet., 173e, ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ (v. l. πέταται) fr. 292.

Greek Monolingual

Α
βλ. πέτομαι.

Greek Monotonic

πέτᾰμαι: = πέτομαι, βλ. το επόμ.