θηλύνοος

From LSJ
Revision as of 06:53, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύνοος Medium diacritics: θηλύνοος Low diacritics: θηλύνοος Capitals: ΘΗΛΥΝΟΟΣ
Transliteration A: thēlýnoos Transliteration B: thēlynoos Transliteration C: thilynoos Beta Code: qhlu/noos

English (LSJ)

ον, contr. θηλύ-νους, ουν,

   A of womanish mind, A.Pr.1003.

German (Pape)

[Seite 1207] zsgzgn θηλύνους, weiblich, weibisch gesinnt, Aesch. Prom. 1005; Suid. erkl. ἥσυχος.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύνοος: συνῃρημ. -νους, ουν, ἔχων νοῦν γυναικεῖον, Ἀισχύλ. Πρ. 1003.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a les sentiments d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, νόος.

Greek Monotonic

θηλύνοος: σηνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει γυναικείο μυαλό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλύνοος: стяж. θηλύνους 2 (ῠ) по-женски кроткий, робкий как женщина Aesch.