πιδακώδης

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκώδης Medium diacritics: πιδακώδης Low diacritics: πιδακώδης Capitals: ΠΙΔΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: pidakṓdēs Transliteration B: pidakōdēs Transliteration C: pidakodis Beta Code: pidakw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of springs, τόποι Plu.Aem.14 ; π. σάρξ, of a woman's breasts, Id.2.496a.

German (Pape)

[Seite 612] ες, quellenreich; τόποι, Plut. Aemil. 14; σάρξ, das quellige, an Saftgefäßen reiche Fleisch der Brust, de amor. prol. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης πιδάκων ἢ πηγῶν, τόποι Πλουτ. Αἰμίλ. 14· π. σάρξ, ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, ὁ αὐτ. 2. 496Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 rempli de sources;
2 fécond, fertile.
Étymologie: πῖδαξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, Α
[[πίδαξ, -ακος]]
1. πιδακόεις, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.)
2. φρ. «πιδακώδης σάρξ»
(για τους μαστούς της γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.).

Greek Monotonic

πῑδᾰκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι γεμάτος με πίδακες ή πηγές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πῑδᾰκώδης: 1) богатый источниками, многоводный (τόποι τῆς γῆς Plut.);
2) богатый влагой, сочный (σάρξ Plut.).